- τυπετός
- τῠπ-ετός, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυπετός — ὁ, Α γοερός θρήνος που συνοδεύεται με χτυπήματα στο στήθος, κοπετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ετός (πρβλ. κοπ ετός)] … Dictionary of Greek
τυπετοῖς — τυπετός beating the breast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπετοῦ — τυπετός beating the breast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπετούς — τυπετός beating the breast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπητός — ὁ, Α τυπετός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ητός (πρβλ. τρυγ ητός)] … Dictionary of Greek